Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθεται ένας γέρος
με μιαν εφημερίδα εμπρός του,χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο,κι εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ το νοιώθει, το κοιτάζει κι έν τούτοις ο καιρός που
ήταν νέος μοιάζει σαν χθές.Τι διάστημα μικρό,τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η φρόνησις πως το εγελά και πως την εμπιστεύονταν πάντα--τι τρέλλα?
την ψεύτρα που έλεγε <<ΑύριοΈχεις πολύν καιρό>>.
Θυμάται ορμές που βάσταγε και πόση χαρά θυσίαζε.Την άμυαλη του γνώσι κάθε
ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
...Μα από το πολύ να σκέπτεσαι και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος στο τραπέζι.
ΚΑΒΑΦΗΣ....
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου